- παυσανέμου
- παυσάνεμοςstilling the windmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παυσάνεμος — ον, Α αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τον άνεμο («παυσανέμου θυσίας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + ἄνεμος, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek